-
1 κυρίττων
κυρίσσωbutt with the horns: pres part act masc nom sg (attic) -
2 κυρίσσω
A butt with the horns, like rams, Arist.GA 769b20, cf. Phot.; of bulls,ὁ ταῦρος δ' ἔοικεν κυρίξειν A.Fr.23
, cf. Pl.Grg. 516a;κ. ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασι Id.R. 586b
;μόσχος κυρίττων Gal.4.692
; ὁ κυρίττων (sc. λόγος), a logical puzzle, Chrysipp.Stoic.2.94: metaph., of floating corpses knocking against the shore,κ. ἰσχυρὰν χθόνα A.Pers. 310
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρίσσω
См. также в других словарях:
κυρίττων — κυρίσσω butt with the horns pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίσσω — κυρίσσω, αττ. τ. κυρίττω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω («βοὸς μόσχον... εἶδον κυρίττοντα πρὶν φῡσαι τὰ κέρατα», Γαλ.) 2. (γενικά) χτυπώ, πλήττω (α. «ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῑς κέρασι», Πλάτ. β. «οἵδ ἀμφὶ νῆσον … Dictionary of Greek